χρωματαισθησία

χρωματαισθησία
και χρωμαισθησία, η, Ν
ιατρ.
οπτική ψευδαίσθηση χρωμάτων, που προκαλείται απὸ ακουστικό, οσφρητικό, απτικό κ.ά. ερέθισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromesthesia < chrom- (< χρώμα) + esthesia, υποχωρητ. σχηματισμός από το anesthesia (< αναισθησία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”